- πυρήνιο
- το / πυρήνιον, ΝΑ(με υποκορ. σημ.)1. μικρός πυρήνας, κουκουτσάκι2. πυρηνίδιονεοελλ.ανατ. μικρός κόκκος, πυρηνίσκος μέσα στους πυρήνες τών κυττάρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νουκλεοπρωτεΐνες — Οργανικές ενώσεις όξινης αντίδρασης, που σχηματίζονται από την ένωση μιας απλής πρωτεΐνης με μια προσθετική ομάδα, το νουκλεϊνικό οξύ. Ανήκουν συνεπώς στην ομάδα των συνεζευγμένων πρωτεϊνών και ονομάστηκαν ν. επειδή απομονώθηκαν, για πρώτη φορά,… … Dictionary of Greek